προσηγορικόν

προσηγορικόν
προσηγορικός
of
masc acc sg
προσηγορικός
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσηγορικός — ή, ό / προσηγορικός, ή, όν, ΝΜΑ [προσήγορος] φρ. «προσηγορικά ονόματα» ή απλώς «τα προσηγορικά» γραμμ. ουσιαστικά που σημαίνουν σύνολο προσώπων, ζώων ή πραγμάτων τού ίδιου είδους, λ.χ. άνθρωπος, γάτα, ποτάμι, τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. ζωή,… …   Dictionary of Greek

  • нарицательное — имя, грамм., калька лат. nōmen appellativum от греч. ὄνομα προσηγορικόν; см. Томсен, Gesch. 16 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Имя нарицательное — Нарицательные имена (калька с лат. nōmen appellativum от греч. ὄνομα προσηγορικόν[1])  имена существительные, обозначающие название (общее имя) целого класса предметов и явлений, обладающих определённым общим набором признаков, и… …   Википедия

  • προσηγορητικόν — τὸ, Μ [προσηγορῶ] το προσηγορικόν* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”